- ἀείζωτος
- ἀεί-ζωτος, ον, prob.A evergirded, aye ready, EM22.20, sine expl.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αείζωτος — ἀείζωτος, ον (Μ) αυτός που είναι πάντοτε ζωσμένος, ο πάντοτε έτοιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ζώννυμι] … Dictionary of Greek
ἀείζωτος — evergirded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek